κατασκορπίζω

κατασκορπίζω
κατασκορπώ, κατασκορπάω дет.
1) разбрасывать; рассеивать; 2) растрачивать, расточать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "κατασκορπίζω" в других словарях:

  • κατασκορπίζω — και κατασκορπώ, άω (AM κατασκορπίζω) σκορπίζω εδώ κι εκεί, διασκορπίζω νεοελλ. κατασπαταλώ, εξανεμίζω …   Dictionary of Greek

  • κατασκορπιζομένη — κατασκορπίζω scatter abroad pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασκορπιζομένης — κατασκορπίζω scatter abroad pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασκορπιῶ — κατασκορπίζω scatter abroad fut ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασκόρπισμα — το [κατασκορπίζω] 1. σκόρπισμα πραγμάτων εδώ κι εκεί 2. κατασπατάληση, ξόδεμα χωρίς περίσκεψη …   Dictionary of Greek

  • κατασπαταλώ — και κατασπαταλάω κατασπατάλησα, κατασπαταλήθηκα, κατασπαταλημένος, σπαταλώ αλόγιστα, καταδαπανώ, κατασκορπίζω: Κατασπατάλησε όλη την περιουσία του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»